- αρματοδρομώ
- (Α ἁρματοδρομῶ, -έω) [αρματοδρόμος]τρέχω με άρμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρματοδρομώ — ησα, τρέχω επάνω σε άρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)